- πρόσκαιροι
- πρόσκαιροςoccasionalmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
временьныи — (127) пр. 1.Временный, непостоянный, преходящий: достоино въсприим[е]мъ. за врѣменьноую и не чистоую сласть. СбТр XII/XIII, 21 об.; въ забыть пришедше боудоущаго соуда. и вѣчнаго осужени˫а. врѣменьноу присѣдѩть соудищю. (προσκαίροις) ПНЧ 1296,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κέρατα — Σκληροί επιδερμικοί σχηματισμοί από κεράτινη ή οστέινη ουσία, συμπαγείς ή κοίλοι, μόνιμοι ή πρόσκαιροι, τους οποίους φέρουν πολλά θηλαστικά στο κεφάλι. Τα κ. είναι κοντά ή μακριά, απλά ή διακλαδισμένα, ίσια ή συστρεμμένα και αυλακωμένα. Στα… … Dictionary of Greek